όνυχας

όνυχας
Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού που αποθέτονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Ο ό. χρησιμοποιείται ως διακοσμητική πέτρα, ιδίως όταν οι αντιθέσεις των χρωματισμών είναι έντονες: οι πολυτιμότερες ποικιλίες του είναι το καρνεόλιο (ερυθρό έως υποκιτρινέρυθρο) και ο ταινιωτός χαλκηδόνιος με ανοιχτόχρωμες ζώνες (στον οποίο ανήκουν οι αχάτες, ο όνυχας, ο σαρδόνυχας κλπ.). Δείγμα όνυχα από τη Βοημία. Ο όνυχας, είναι από τις πολυτιμότερες ποικιλίες του χαλκηδόνιου.
* * *
(I)
ο (ΑΜ ὄνυξ)
1. το νύχι
2. η οπλή τών οπληφόρων ζώων
3. κάθε αντικείμενο που δίνει την εντύπωση γαμψού νυχιού αρπακτικού ζώου, όπως είναι το αγκιστροειδές άκρο τής άγκυρας τών πλοίων
4. φρ. α) «εξ απαλών ονύχων» — από πολύ μικρή ηλικία, από τρυφερή ηλικία
β) «βαδίζω επ' άκρων ονύχων» — περπατώ στις μύτες τών ποδιών μου, περπατώ αθόρυβα
5. παροιμ. φρ. «εξ όνυχος τόν λέοντα» ή «εξ ονύχων λέοντα (ενν. τεκμαίρεσθαι)» — από μια μικρή αλλά χαρακτηριστική λεπτομέρεια ή ένδειξη είναι δυνατή η συναγωγή ενός γενικότερου συμπεράσματος, το οποίο συνήθως σχετίζεται με τον χαρακτήρα ή την αξία ατόμου ή πράγματος
νεοελλ.
1. η εσωτερική ακραία στεφάνη τών τροχών τών ατμαμαξών και τών σιδηροδρομικών οχημάτων με την οποία ελαχιστοποιείται η πιθανότητα εκτροχιασμού τους
2. φρ. «σφαιρικός [κυλινδρικός ή κυκλικός] όνυξ»
μαθημ. το στερεό που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο επιπέδων τα οποία διέρχονται διά μέσου τού άξονα σφαίρας [κυλίνδρου ή κώνου]
μσν.
φρ. «ἐξ ὀνύχων» — μέσα από τα βάθη τής καρδιάς
μσν.-αρχ.
1. πάθηση τού κερατοειδούς τού οφθαλμού κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρυνση, που παρέχει την εντύπωση νυχιού
2. το όστρακο τού κοχυλιού και τής πορφύρας
αρχ.
1. καθετί που μοιάζει με το νύχι τού ανθρώπου, όπως είναι το λευκό τμήμα τών πετάλων τού τριαντάφυλλου
2. είδος χειρουργικού εργαλείου, ο εμβρυουλκός
3. αιχμή δόρατος
4. όργανο με νύχια ή με δόντια το οποίο χρησιμοποιούσαν για βασανιστήρια
5. είδος φυτού
6. τμήμα τού ήπατος
7. είδος αρωματικής ουσίας
8. είδος οστρακοδέρμου
9. φρ. α) «οἶνος ἀφικνεῑται εἰς ἄκρους ὄνυχας» — η θερμότητα που οφείλεται σε οινοποσία φτάνει μέχρι τις άκρες τών νυχιών
β) «ἐκ κορυφῆς εἰς ἄκρους ὄνυχας» — από την κορυφή ώς τα νύχια
γ) «ἐπ' ἄκρους ὄνυχας ἵσταμαι» — στέκομαι στις άκρες τών ποδιών
δ) «ἐν ὄνυχι ὁ πηλός γίγνεται (ἤ ἐστι)» — το πρόπλασμα από πηλό είναι καλό όταν αντέχει στη δοκιμασία που γίνεται με το νύχι τού γλύπτη
ε) «ἡ δι' ὄνυχος δίαιτα» — τρόπος ζωής με πολλή προσοχή και περιποίηση
στ) «ἐκμέμαγμαι εἰς ὄνυχα» — έχω επεξεργαστεί κάτι ώς την παραμικρή λεπτομέρεια
ζ) «σύμπηξις εἰς ὄνυχα» — ωραία και τέλεια συναρμογή
η) «πρὸς ὄνυχα τὴν προσκαρτέρησιν ποιοῡμαι» — είμαι πολύ καρτερικός
θ) «ὀδοῡσι και ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ» — με κάθε δυνατό τρόπο
ι) «ὄνυξ σιδηροῡς»
i) εργαλείο για το κόψιμο τών σύκων από τις συκιές
ii) εργαλείο με το οποίο συνέλεγαν το κόμμι τού βαλσάμου
ια) «ὄνυχες θαλάσσιοι» — τα φύκη
ιβ) «τρητὸς ὄνυξ πετραῑος» — διάτρητος λίθος σαν άγκυρα
ιγ) «ὄνυξ κολώνης» — οξύς, μυτερός βράχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄνυξ, -υχος εντάσσεται σε μια μεγάλη σειρά συγγενικών τ. που, ενώ αναμφίβολα συνδέονται μεταξύ τους, παρουσιάζουν διαφορές στον σχηματισμό τους, οφειλόμενες πιθ. και στην ευρύτατη χρήση τής λ. στην καθημερινή γλώσσα. Σε ΙΕ ρίζα *nogh- «νύχι» ανάγονται τα: αρχ. άνω γερμ. nagal, γερμ. Nagel, αγγλ. nail, λιθουαν. nāgas, ιρλδ. ingen (από συνεσταλμένη βαθμίδα *ngh-. Τα σημαντικότερα προβλήματα όμως παρουσιάζουν το αρμ. elungn (< *enungn με ανομοίωση τού πρώτου -η- σε -l-), το ὄνυξ και το λατ. unguis. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις το αρκτ. φωνήεν τών τ. έχει θεωρηθεί προθεματικό (πρβλ. όνομα). Στο ελλ. ὄνυξ, -υχος, ωστόσο, δυσερμήνευτα παραμένουν και το δασύ σύμφωνο -χ- αλλά και το φωνήεν -υ-, που οφείλεται πιθ. σε ανομοίωση (πρβλ. νύξ και ὄνομα: ὄνυμα). Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι οι τ. ανάγονται σε ρίζα με λαρυγγικό φθόγγο *ә3nogh-, Η λ. όνυξ απαντά και στη Μυκηναϊκή στα σύνθ. reukonuke = λευκώνυχες και pokironuke = ποικιλώνυχες και πιθ. στο παράγωγο onukeja «γυναίκες που ασχολούνταν με την περιποίηση τών νυχιών». Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει το υποκορ. νύχι (< αρχ. ὀνύχιον με σίγηση τού αρκτ. ο-). Η λ. ὄνυξ, -υχος εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -όνυξ / -ώνυξ και -όνυχος / -ώνυχος, με έκταση (λόγω συνθέσεως) ή και χωρίς. Η λ., τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μια σειρά ξεν. επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (πρβλ. ονυχογαλή < αγγλ. onychogale, ονυχόλυση < αγγλ. onycholysis, ονυχοφαγία < αγγλ. onychophagia κ.λπ.).
ΠΑΡ. αρχ. ονυχέα, ονυχίζω, ονύχιον, ονυχώ, ονυχώδης
αρχ.-μσν.
ονιχιμαίος
μσν.- νεοελλ.
ονυχιαίος
νεοελλ.
όνυξη, ονυχαίος, ονυχία, ονυχικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ονυχοειδής, ονυχοφόρος
αρχ.
ονυχογραφούμαι, ονυχοκοπώ, ονυχόπαχος
μσν.
ονυχάλειμμα
νεοελλ.
ονυχαλγία, ονυχάρθρωτος, ονυχατροφία, ονυχαύξηση, ονυχεκτομή, ονυχέλαιο, ονυχογαλή, ονυχογλυφίδα, ονυχογόνος, ονυχογράφος, ονυχογρυπωσία, ονυχοδέτης, ονυχόζωμα, ονυχοκόμος, ονυχοκόπτης, ονυχόλυση, ονυχομαντεία, ονυχομυκητίαση, ονυχοπάθεια, ονυχόπτωση, ονυχορρηξία, ονυχόσχιση, ονυχοτιλλομανία, ονυχοτομή, ονυχοτόμος, ονυχοφαγία, ονυχοφάγος, ονυχοφυΐα, ονυχοφύλλωμα, ονυχόφυμα. (Β' συνθετικό -όνυξ / -ώνυξ) γαμψώνυξ
αρχ.
αιγόνυξ / αιγώνυξ, ακρόνυξ / ακρώνυξ, αμφώνυξ, διόνυξ, ευθυώνυξ, ευόνυξ, κερώνυξ, κοιλώνυξ, κρατερώνυξ, μεσόνυξ, μώνυξ, σαρδόνυξ, φλογερώνυξ, χαλκώνυξ. (Β' συνθετικό -όνυχος / -ώνυχος) γαμψώνυχος, μονώνυχος
αρχ.
ακρόνυχος / ακρώνυχος, απαλόνυχος, διόνυχος, ευθυώνυχος, πεντώνυχος, πλατυώνυχος, ποδώνυχος, πολυώνυχος, τριώνυχος, ωμόνυχος].
————————
(II)
ο (Α ὄνυξ, -υχος)
ημιπολύτιμη ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού αχάτης, η οποία εμφανίζει ζωνώδη δομή με εναλλαγή λευκών και μαύρων ζωνών, αλλ. σαρδόνυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο λίθος ονομάστηκε έτσι λόγω τών λαμπερών ζωνών τής επιφάνειάς του, που θυμίζουν νύχι. Θεωρείται απίθανο ότι πρόκειται για δάνεια λ. που σχηματίστηκε κατά το πρότυπο τού ὄνυξ (Ι) από παρετυμολογική σύνδεση της με τη λ. αυτή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὄνυχας — ὄνυξ talons masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθογλυφία — Η τέχνη του σκαλίσματος και της χάραξης πολύτιμων λίθων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και πιο λεπτές μορφές της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται στη λ. είναι πάρα πολλοί: ο αχάτης, ο αμέθυστος, ο χαλκηδόνιος, ο …   Dictionary of Greek

  • λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… …   Dictionary of Greek

  • Χανίων, νομός — Διοικητική διαίρεση της δυτικής Κρήτης, στο δυτικό άκρο της. Συνορεύει στα Α με τον νομό Ρεθύμνης, και στις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από τη θάλασσα. Έχει έκταση 2.376 τ. χλμ. και πληθυσμό ; κατ. Διοικητικά ο νομός χωρίζεται σε 5 επαρχίες:… …   Dictionary of Greek

  • ногъть — НОГЪТ|Ь (39), Е с. 1.Ноготь: съ ѿходъмь бо нечистаго. сънидоша вънезапѹ и рѹчьныѥ и ножьни ногъти стражѹщии. и на земли падоша (ὄνυχες) ЖФСт XII, 147 об.; и сън˫а бьрнъ клобѹкъ съ кн˫азѧ. видѣ нъгъть ст҃го и сън˫а съ главы. СкБГ ХII, 21а; и видѣ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… …   Dictionary of Greek

  • εφεδρεία — η (Α ἐφεδρεία) [εφεδρεύω] 1. το να εφεδρεύει, να κάθεται κάποιος πάνω σε κάτι («ἔχει δὲ καὶ τοὺς ὄνυχας βελτίους τῶν κολοιῶν, πεφυκότας πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τὴς ἐπὶ τοῑς δένδρεσιν ἐφεδρείας», Αριστοτ.) 2. πολεμική δύναμη που παρακολουθεί από κοντά… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λεπιδωτός — ή, ό (Α λεπιδωτός, ή, όν) [λεπιδούμαι] καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν [ὁ κροκόδειλος]», Ηρόδ. β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», Ηρόδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα λεπιδωτά τάξη ερπετών… …   Dictionary of Greek

  • μαχητικός — ή, ό (Α μαχητικός, ή, όν) [μαχητής] 1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῑς μὲν ὄνυχας, τοῑς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ. β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα») 2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”